- φανερωτικός
- -ή, -ό, Ν [φανερῶ / -ώνω]αυτός που οδηγεί στην φανέρωση, αποκαλυπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανερωτικός, -ή — ό ο ικανός στο να φανερώνει, ο αποκαλυπτικός, ο αποκαλυπτήριος: Οι έρευνες των δημοσιογράφων ήταν φανερωτικές για τις δημόσιες καταχρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)